Η Αθήνα των Οθωμανικών Χρόνων
20.07.23Η Αθήνα των Οθωμανικών Χρόνων
Μια διαφορετική βόλτα στο παρελθόν της Αθήνας: Οθωμανικά μνημεία. Η βόλτα περιλαμβάνει γνωριμία με τζαμιά, μεντρεσέδες, λουτρά!
Η βόλτα μας θα ξεκινήσει από το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης όπου απολαμβάνοντας το τσάι μας θα ξεκινήσουμε το ταξίδι στον χρόνο για να οδηγηθούμε στο οθωμανικό παρελθόν της Αθήνας.
Και εκεί αρχίζει το ξετύλιγμα μιας ιστορίας που μοιάζει σαν παραμύθι. ..¨”κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ της κλώτσο να γυρίσει παραμύθι ν΄αρχινίσει”.
Ήταν κάποτε μια πόλη που την έλεγαν Αθήνα. Πολύπαθη γιατί την ομορφιά της όλοι την ήθελαν να την έχουν καταδικιά τους. Και έτσι η πόλη αυτή γνώρισε πολλούς κατακτητές. Ρωμαίοι που την λεηλάτησαν σκληρά και άγρια. Το 86 π.Χ., καταλαμβάνεται από τον Ρωμαίο στρατηγό Λεύκιο Κορνήλιο Σύλλα και λεηλατείται άγρια. Και μετά η φυλή των Ερούλων που αφήνει ανεπανόρθωτες ζημιές στα λαμπρά μνημεία της Ακρόπολης. Τότε η μεγάλη πυρκαγιά καταστρέφει το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. Ανάμεσα στον 13ο και 15ο αιώνα την επιβουλεύονται οι Λατίνοι που έρχονται με αφορμή τη Δ΄ Σταυροφορία. Από το 1205 έως το 1311 κυβερνούν Γάλλοι Δούκες, από το 1311 έως το 1387 θα κυριαρχήσουν οι ιππότες της Καταλανικής Εταιρείας και αμέσως μετά σειρά έχει η φλωρεντινή οικογένεια Αcciaiuοli, η οποία παραμένει μέχρι την κατάκτηση της Αθήνας από τους Τούρκους.
Είχαμε λοιπόν ιππότες και εμείς και κάστρα σαν αυτά που βλέπουμε στις ανάλογες ταινίες; Φαίνεται πως ναι καθώς τα στοιχεία δείχνουν πως οι Λατίνοι αυτοί ηγεμόνες μετέφεραν εδώ όλο το μεσαιωνικό σύστημα οργάνωσης και δημιούργησαν το Δουκάτο της Αθήνας. Η πόλη οχυρώνεται και τότε κατασκευάζεται το Ριζόκαστρο, δηλαδή ο νέος οχυρωματικός περίβολος και τα έργα που γίνονται μετατρέπουν την Ακρόπολη σε ένα μεσαιωνικό κάστρο. Ο Παρθενώνας μετατρέπεται σε λατινική εκκλησία, το Ερέχθειο γίνεται η κατοικία του Λατίνου επισκόπου και τα Προπύλαια, που στέγαζαν παλιότερα την κατοικία του μητροπολίτη, χρησιμοποιούνται ως κατοικία των δουκών.
Η εισβολή των Τούρκων γίνεται με μάλλον ομαλό τρόπο και εδώ μπαίνει και ο έρωτας μέσα από μια ροζ ιστορία της εποχής εκείνης. Η Κιάρα, χήρα του ηγεμόνα της οικογένειας των Αcciaiuοli, ερωτεύεται τον νεώτερό της βενετσιάνο Κονταρίνι. Όλα καλά αλλά υπάρχει ένα μικρό εμπόδιο. Ο Κονταρίνι είναι νιόπαντρος. Επιστρέφει στη Βενετία, βγάζει από τη μέση το εμπόδιο (δολοφονεί ή συμμετέχει στη δολοφονία της συζύγου) και ανεμπόδιστος πλέον, παντρεύεται την Κιάρα, εγκαθίσταται στην Ακρόπολη και γίνεται δούκας των Αθηνών. Η οικογένεια όμως του συζύγου δεν καλοείδε όλα αυτά, στέλνει αντιπροσωπεία στην Κωνσταντινούπολη και άλλο που δεν ήθελε ο Μωάμεθ, αρπάζει την ευκαιρία από τα μαλλιά και στέλνει Τούρκους που καταλαμβάνουν την Αθήνα. Δεν γίνεται όμως το ίδιο ομαλά η κατάληψη του υπόλοιπου της Αττικής όπου σημειώνονται λεηλασίες και βιασμοί.
Και έτσι κάπως αρχίζει η ιστορία της Αθήνας κάτω από τον ζυγό ενός άλλου δυνάστη πλέον. Μικρό διάλειμμα στην κυριαρχία των Τούρκων, η βενετσιάνικη κατοχή και τότε βέβαια είναι γνωστό τοις πάσι οι καταστροφές που υπέστη ο Παρθενώνας από τον Μοροζίνι (με έκπληξη διάβασα όμως ομολογώ ότι η δεύτερη μεγαλύτερη καταστροφή του Παρθενώνα ήταν η αναστήλωσή του από το ελληνικό κράτος κατά τον 19ο αιώνα και έως τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο με πρώτη τη μεγάλη πυρκαγιά μάλλον κατά την επιδρομή των Ερούλων). Η βενετική κατοχή κράτησε από το 1687 έως το 1688 και έληξε με την επιδημία της πανούκλας σύμφωνα και με τον Καμπούρογλου.
Ο Μωάμεθ επισκέπτεται δύο φορές την Αθήνα. Η πρώτη επίσκεψη γίνεται το 1458 και ο Μωάμεθ εντυπωσιάζεται τόσο από την ομορφιά της Αθήνας που δίνει προνόμια χάριν της παλαιάς δόξας. Ο Μωάμεθ να σημειωθεί ότι γνώριζε τα ελληνικά από τη μητριά του, τη Μαρία Μπράγκοβιτς (από την οικογένεια των Καντακουζηνών από τη μητέρα της και Σερβίδα από τον πατέρα της). Η Μαρία, η οποία ήταν στην ίδια περίπου ηλικία με τον Μωάμεθ και ήταν η τελευταία σύζυγος του Μουράτ, κράτησε το θρήσκευμά της έως το τέλος γεγονός που ήξερε ο Μωάμεθ καθώς και το ότι μοίραζε τα μεγάλα χρηματικά ποσά που της παραχωρούσε σε εκκλησίες και μοναστήρια.
Οι Μουσουλμάνοι της Αθήνας ζούσαν αρκετά ειρηνικά και είχαν ελληνοποιηθεί καθώς μιλούσαν ελληνικά, την Αθηναϊκή διάλεκτο. Μάλιστα γιόρταζαν και μαζί με τους Έλληνες και ιδιαίτερα στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου του ακαμάτη, που βρισκόταν στον χώρο της αρχαίας αγοράς. Όταν μάλιστα η γιορτή του Αγ. Γεωργίου συνέπιπτε με το Πάσχα οι γιορτές κρατούσαν τρεις ημέρες.
Ήταν τόσο πλέον η κατάσταση ειρηνική που όταν ξέσπασε η επανάσταση στην Αθήνα, οργανωμένη καλά από τους δημογέροντες και τους έκλεισαν στην Ακρόπολη, οι Τούρκοι αναρωτιόνταν τι έκαναν και τους έκλεισαν εκεί και γιατί δεν μπορούσαν πλέον να ζουν όπως και πρώτα. Εξάλλου είναι γνωστό πως οι Τούρκοι, και λόγω θρησκείας και λόγω διπλωματίας, άφηναν τους υπηκόους τους να ασκούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Βέβαια αυτό δεν σημαίνει πως τα πράγματα ήταν πάντα ειρηνικά και υπήρχαν συχνά εντάσεις και διαφορές. Συνήθως όμως, όταν στέλνονταν οι αντιπροσωπείες προς την Υψηλή Πύλη, ο εκάστοτε Σουλτάνος διευθετούσε τα πράγματα παίρνοντας το μέρος των Αθηναίων. Μια τέτοια σκληρή κατοχή ήταν αυτή του βοεβόδα Χατζή Αλή Χασεκή που κράτησε 22 χρόνια και τελείωσε με τον αποκεφαλισμό του από τον Σουλτάνο όταν έμαθε τι διεπράχθη κατά τα χρόνια της κυριαρχίας του.
Από τα πιο γνωστά οθωμανικά μνημεία είναι βέβαια τα Τζαμιά.
Το τζαμί Τζισδαράκη.
Το Τζαμί οφείλει το όνομά του στον Τζισδαράκη, Τούρκο από αυτούς που είχαν ελληνοποιηθεί και μιλούσαν τα Ελληνικά. Το τζαμί χτίστηκε το 1759 και η κτίση του, συνδυάζεται με μια δυσάρεστη ιστορία, καθώς χρειάστηκε να γκρεμιστεί μία από τις κολόνες του Ολυμπίου Διος (βέβαια το πιθανότερο είναι ότι χρησιμοποιήθηκε μία κολόνα από τις παρακείμενες της Βιβλιοθήκης του Αδριανού). Σύμφωνα με τις δοξασίες όμως της εποχής αυτό είχε ως συνέπεια κακοτυχία για τους κατοίκους της περιοχής γιατί απελευθερώνονται όλα τα θανατικά. Ο βοεβόδας λοιπόν της Χαλκίδας, λόγω ανταγωνισμού με τον Τζισδαράκη, απειλεί ότι θα τον καταγγείλει στον Σουλτάνο, ο Τζισδαράκης του στέλνει πολλά πεσκέσια, και ο βοεβόδας τα παίρνει μεν τον καταδίδει δε και ο Τζισδαράκης χάνει το αξίωμά του. Στο τέλος μάλιστα δολοφονείται καθώς θεωρήθηκε υπεύθυνος για τη διπλή πανώλη που έπεσε στην πόλη. Το τζαμί αυτό ήταν γνωστό και ως τζαμί του κάτω παζαριού. Το 1919 έγιναν τα πρώτα έργα αποκατάστασης και ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης. Σήμερα στεγάζει τη συλλογή κεραμικών Κυριαζόπουλου σε έναν πολύ ωραίο και προσεγμένο χώρο.
Ένα άλλο Τζαμί που υπήρχε πολύ κοντά ήταν το Κιουτσούκ τζαμί. Σήμερα σώζονται μόνο τα θεμέλιά του και δεν υπάρχει και σχετική πινακίδα που να μιλάει για την ιστορία του (μεταξύ Πανός και Θρασυβούλου).
Το μεγαλύτερο όμως και σημαντικότερο Τζαμί ήταν το Φετιχιέ τζαμί ή το Τζαμί του Πορθητή που βρίσκεται μέσα στον χώρο της Ρωμαϊκής αγοράς. Οι επιγραφές που βρέθηκαν στο εσωτερικό του, κάτω από τα παράθυρα, στα αραβικά, το χρονολογούν περί το 1670. Κτίστηκε στα ερείπια μιας βασιλικής (ιερός ναός Παναγιάς Σωτήρας, ο οποίος μάλιστα αποτέλεσε και μητρόπολη της πόλης για ένα διάστημα), που την είχαν μετατρέψει οι Τούρκοι σε τέμενος (μιστραμά). Ονομάστηκε Τζαμί του Πορθητή καθώς το αρχικό κτίσμα είχε κτισθεί με αφορμή την άφιξη του Μωάμεθ. Αλλιώς ονομαζόταν και Τζαμί του σταροπάζαρου καθώς βρισκόταν μέσα στον χώρο που γινόταν το παζάρι των δημητριακών. Ο Μοροζίνι το μετέτρεψε σε καθολική εκκλησία ενώ μετά την απελευθέρωση το τζαμί έγινε στρατιωτική φυλακή και το 1824 παραχωρήθηκε στη Φιλόμουσο Εταιρεία για το σχολείο της αλληλοδιδακτικής. Από το 1834 λειτουργούσε εκεί στρατιωτικός φούρνος.
Άλλα Τζαμιά που λειτουργούσαν στην Αθήνα είναι το Γενί Τζαμί (Βουλής και Νικοδήμου) και το Σοφτά Τζαμί (Πανδρόσου και Καπνικαρέας). Κάτω από την Ακρόπολη λέγεται ότι λειτουργούσαν άλλα δύο, ένα στα Αναφιώτικα και ένα από την άλλη πλευρά, το οποίο όμως δεν βρέθηκε. Υπήρχε ακόμα και ένα στο Κάστρο επάνω στην Ακρόπολη, που κατεδαφίστηκε τον 19ο αιώνα. Δεν είναι γνωστό πότε μετατράπηκε σε Τζαμί ο Παρθενώνας αλλά πιθανά αυτό έγινε γύρω στα τέλη του 15ου αιώνα ως αντίποινα του Σουλτάνου ο οποίος θύμωσε καθώς οι Έλληνες είχαν βοηθήσει τους Ενετούς. Συνολικά αναφέρονται εννιά τζαμιά.
Ένα άλλο οθωμανικό μνημείο ή μάλλον μνημείο που χρησιμοποιήθηκε από τους Τούρκους, είναι το γνωστό Ωρολόγιο του Κυρρήστου ή Πύργος των Ανέμων, που μετατράπηκε σε τεκέ του τάγματος των μεβλεβήδων, ο τεκές του Μπραϊμη. Τεκές έγινε, μετά τον Μοροζίνι και τότε μάλλον ανοίχτηκαν και τα παράθυρα και μαζί με τον παρακείμενο Μεντρεσέ, αποτελούσαν πόλο έλξης του πνευματικού Ισλάμ στον ελληνικό χώρο. Εκεί κάθε Παρασκευή απόγευμα χόρευαν το «σεμάχ» και έρχονταν περιηγητές από όλα τα μέρη για να τους δουν να χορεύουν τον περίφημο αυτόν τελετουργικό χορό των περιστρεφόμενων δερβίσηδων. Κάτι σαν τουριστική ατραξιόν της εποχής.
Μια πόρτα που οδηγεί σε έναν έρημο κήπο. Αυτό είναι ότι απέμεινε από τον Μεντρεσέ, ένα άλλο οθωμανικό μνημείο. Ο Μεντρεσές, το μουσουλμάνικο δηλαδή ιεροσπουδαστήριο που ιδρύθηκε από τον Μεχμέτ Φαχρή. Μετατράπηκε σε φυλακή, και εδώ μάλιστα κλείνονταν οι πολιτικοί αντιφρονούντες της εποχής. Στην αυλή του υπήρχε ένα τεράστιο πλατάνι και από εδώ βγήκε και η έκφραση «Χαιρέτα μου τον πλάτανο».
Καθώς η φυλακή αυτή ήταν στο κέντρο της τότε αγοράς, όπου υπήρχαν πολλά μαγαζιά και καφενεία, αυτοί που αποφυλακίζονταν περνούσαν από έξω και φώναζαν σε αυτούς που είχαν παραμείνει, τη γνωστή αυτή φράση που έμεινε πλέον παροιμιακή. Εδώ κλείστηκε για ένα μικρό διάστημα και ο ποιητής Αχιλλέας Παράσχος που βγαίνοντας έγραψε και ποίημα με τίτλο «Ο πλάτανος του Μεντρεσέ».
«Ω πλάτανε του Μενδρεσέ, στοιχειό καταραμένο
της τυραννίας τρόπαιο, σε φυλακή υψωμένο.
Συμμάζωξε τα φύλλα σου τα δακρυραντισμένα,
να ιδώ κομμάτι ουρανό και τ’ άστρα τα καϋμένα.
Αν είσαι δέντρο σπλαχνικό ανθρώπους μη μιμήσαι
μη δεσμοφύλακας και συ ωσάν εκείνους είσαι!
Θα έρθη η ώρα πλάτανε, της χώρας μας Βαστίλη,
που ξυλοκόπους η οργή του Έθνους θα σε στείλη,
και πέλεκυς στη ρίζα σου ελεύθερα θ’ αστράψη
Δεν θα σε φαν γεράματα, φωτιά δεν θα σε κάψη,
και γύρω θα χορέψωμε στη στάχτη σου τη κρύα
εμείς, που θάφτει σήμερα εδώ η τυραννία
Αχιλλέας Παράσχος (1861)
Και ο πλάτανος πράγματι, λίγα χρόνια μετά, καταστρέφεται από κεραυνό!
Τα χαμάμια των Αθηνών
Μια συνήθεια που έφεραν μαζί τους οι Τούρκοι ήταν τα λουτρά. Τα λουτρά βέβαια δεν ήταν εφεύρεση των Τούρκων καθώς υπήρχαν από την αρχαιότητα. Λουτρά λειτουργούσαν στον Κεραμεικό, αν και οι Αθηναίοι, όντας σκληραγωγημένοι δεν πολυσυμπαθούσαν τα θερμά λουτρά και δεν πολυπήγαιναν προτιμώντας τα γυμναστήρια και τις παλαίστρες. Στα χρόνια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας τα θερμά λουτρά όμως ήταν μια αγαπημένη συνήθεια των Ρωμαίων που απολάμβαναν όλες τις χρήσεις τους. Βρέθηκαν πολλά λουτρά στον Εθνικό Κήπο, στο Ζάππειο, στην Αμαλίας, στις στήλες του Ολυμπίου Διος.
Οι Τούρκοι τα διέδωσαν πολύ στον ευρύ πληθυσμό. Η θρησκεία τους, που ήθελε να είναι καθαροί όχι μόνο στην ψυχή αλλά και στο σώμα, επέβαλε το τακτικό λούσιμο (οι συνθήκες υγιεινής της εποχής ήταν βέβαια αυτές που σοφά μέσω της θρησκείας το επέβαλαν όπως και πολλά άλλα επιβάλλονται με το πρόσχημα θρησκευτικών επιταγών). Γρήγορα έμαθαν τα χαμάμια και οι Έλληνες και πήγαιναν και αυτοί. Συνήθως λειτουργούσαν σε διαφορετικές ώρες για άντρες και γυναίκες, το πρωί για τους άντρες και το απόγευμα για τις γυναίκες. Το απόγευμα του Σαββάτου ήταν επίσης αφιερωμένο στις γυναίκες και αποτελούσαν το δικό τους καφενείο και τη δική τους διέξοδο καθώς ήταν η μόνη έξοδος που δικαιούνταν οι γυναίκες της εποχής, Τουρκάλες και Ελληνίδες. Έφερναν λοιπόν τους μεζέδες τους (ποιος δεν θυμάται τη Λωξάντρα), τα ποτά τους, τα σερμπέτια τους, τους μπακλαβάδες τους, ακόμα και όργανα, και το διασκέδαζαν. Ήταν τόπος συνάντησης και κοινωνικής συναναστροφής ώστε, ενώ τα πλούσια σπίτια διέθεταν ιδιωτικά χαμάμ, συνήθιζαν να πηγαίνουν στα δημόσια χαμάμ.
Χαμάμ υπήρχε μέσα στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού, γωνία Άρεως με Δεξίππου και ενώ ήταν δημόσιο λουτρό, στα χρόνια του βοεβόδα Χασεκί, του σκληρού αυτού δυνάστη, κατάντησε τμήμα της οικίας του. Μεγάλο και αριστοκρατικό χαμάμ υπήρχε εκεί που σήμερα στεγάζονται τα γραφεία της Αρχιεπισκοπής επί της οδού Αγίας Φιλοθέης. Χαμάμ υπήρχε και πάνω στην Ακρόπολη αποκλειστικά για να εξυπηρετεί τους καστριώτες Τούρκους που ήταν εκεί μόνιμα για λόγους ασφαλείας.
Μάλιστα ένα χαμάμ επισκέφθηκε και η σύζυγος του Λόρδου Έλγιν, τον Απρίλιο του 1800, ενώ ο Έλγιν ήταν απασχολημένος με το πώς θα μοιράσει τα μπαχτσίσια με τα ολέθρια αποτελέσματα. Το θέαμα που αντίκρισε δεν την ικανοποίησε καθώς βρήκε μάλλον ανάρμοστο το θέαμα έως και 400 γυναικών γυμνών να απολαμβάνουν τα λουτρά τους, να διασκεδάζουν και να χορεύουν.
Το μόνο σωζόμενο σήμερα είναι το Λουτρό των Αέρηδων, κοντά στο Ρολόι του Κυρρήστου μεταξύ των οδών Κυρρήστου και Λυσίου. Ήταν το χαμάμ του Αμπίντ Εφέντη και αναφέρεται στη μαρτυρία του Τούρκου περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή που επισκέφθηκε την Αθήνα το 1667 και χάρη σε αυτόν έχουμε πολλές μαρτυρίες για την Αθήνα των χρόνων εκείνων.
Λειτουργούσε, όπως όλα, χωριστές ώρες για άντρες και γυναίκες και αργότερα χωρίστηκε στα δύο ώστε να λειτουργεί ταυτόχρονα και ως ανδρικό και ως γυναικείο. Τα λουτρά γενικά επικράτησαν και μετά την απελευθέρωση καθώς οι Έλληνες τα είχαν συνηθίσει και το επάγγελμα του λουτράρη ήταν ένα από τα πιο κερδοφόρα επαγγέλματα. Το Λουτρό αυτό λειτουργούσε έως τη δεκαετία του 1960 στο ένα τμήμα του ενώ το άλλο ήταν η ταβέρνα «Ο άσσος του κρασιού» . Στις αρχές της δεκαετίας του 90 άρχισαν τα έργα αποκατάστασής του και σήμερα είναι επισκέψιμο και φιλοξενεί μάλιστα και περιοδικές εκθέσεις. Το Λουτρό αυτό επισκεπτόταν και ο Καμπούρογλου όταν ήταν μικρός με τη μητέρα του και τις οι περιγραφές του αποτυπώνουν τη μεγάλη εντύπωση που του είχε δημιουργήσει η όλη ατμόσφαιρα.
Η εμπειρία του χαμάμ είναι μια από τις πιο απολαυστικές εμπειρίες και είναι κάτι που πρέπει να απολαύσετε καθώς ευτυχώς άρχισαν να λειτουργούν και στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη χαμάμ παραδοσιακά.
Στην οδό Τριπόδων 16 λειτουργεί ένα παραδοσιακό χαμάμ, το Al Hammam Traditional Baths και μπορείτε να απολαύσετε και στη σύγχρονη εποχή τη χαλάρωση και την ηρεμία που προσφέρει και να βιώσετε την οθωμανική αυτή γοητευτική απόλαυση σε ένα πραγματικά όμορφο περιβάλλον.
Αν κουραστήκατε στο ταξίδι αυτό τι πιο ωραίο να κλείσει σε ένα από τα όμορφα μαγαζιά της περιοχής. Απολαύστε μια μπάλα ή περισσότερες μπάλες παγωτού από το Arte Cafe στην οδό Τριπόδων 16 μαζί με τον καφέ σας ή το φαγητό σας σε ένα από τα γραφικά ταβερνάκια της περιοχής.
Σας περιμένουμε στους περιπάτους μας και στις ξεναγήσεις μας για να ανακαλύψετε την κρυφή ιστορία και τη μαγεία μιας άλλης Αθήνας!
Συγγραφέας: Eυαγγελία Κανταρτζή